- .οίως
- οἵως , οἵωςindeclform (adverb)οἵως , οἷοςsuch asadverbialοἵως , οἷοςsuch asmasc acc pl (doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἵως — indeclform (adverb) οἷος such as adverbial οἷος such as masc acc pl (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἴως — οἴ̱ως , οἶος alone adverbial οἴ̱ως , οἶος alone masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… … Dictionary of Greek